υποκλώ

υποκλώ
-άω, ΜΑ
μτφ. κάμπτω, λυγίζω λίγο («τὰς ψυχὰς ὑποκλωμένους», Ιώσ.)
αρχ.
1. θραύω, σπάζω από κάτω
2. (στην χειρομαντεία) περιβάλλω, περικλείω με καμπύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κλῶ «σπάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

  • υπόκλαστος — ον, Α [ὑποκλῶ] 1. λίγο σγουρομάλλης 2. λίγο λυγισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”